- ἐμπαροίνημα
- ἐμπαροίν-ημα, ατος, τό,A object of drunken treatment, Longus 4.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπαροίνημα — ἐμπαροίνημα, το (AM) μσν. ενέργεια μεθυσμένου αρχ. έρμαιο στις ορέξεις μεθυσμένου … Dictionary of Greek
ἐμπαροίνημα — object of drunken treatment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαροινήματος — ἐμπαροίνημα object of drunken treatment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)